- διαγιγγράζω
- διαγιγγράζω, lit.A tune up: metaph. of a cook, Athenio 1.31 (cj. Dobr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαγιγγράζω — (Α) χορδίζω μουσικό όργανο 2. μτφ. (για μάγειρο) παρασκευάζω με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + γιγγράς «μικρός αυλός»] … Dictionary of Greek